Πλάσματα, άνθρωποι, ζώα, αδιακρίτως φύλου, βασανισμένα, βασανίζοντα, πιασμένα όλα στο δόκανο ενός ανελέητου θεού, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγουν, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή, ακόμη-ακόμη, μιαν ελευθερία μέσα από τη συντριβή. Αυτό είναι, με μια φράση, το συνδετικό, οντολογικό, νήμα των 5 σύντομων ιστοριών που απαρτίζουν το Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;, και που είναι αλιευμένες από τρεις διαφορετικές συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου.
Πώς αυτό το λογοτεχνικό υλικό μπορεί, χωρίς να αλλοιωθεί, να γίνει θέατρο; Πώς μπορεί να ξεφύγει η παράστασή του από έναν χαρακτήρα αναλογίου; Όπως μου συνέβη παλιότερα ανεβάζοντας Παπαδιαμάντη, τον οποίον περιέργως ο Δημητρίου μού τον θυμίζει αν και εκ πρώτης όψεως δεν του μοιάζει καθόλου, ανακαλύπτω μια δραματική, δηλαδή καθαρά θεατρική, ένταση στην ίδια τη γλώσσα και όχι μόνο στο ιστορημένο γεγονός. Είναι μια γλώσσα με γερές ρίζες στη γη και στην καρδιά, που ανακαλεί βιώματα και προσκαλεί σε μια βιωματική απόδοσή της.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται ένας ερμηνευτής, μια ερμηνεύτρια ιδιαίτερης ευαισθησίας και μεγάλης ακρίβειας, που βρήκα στο πρόσωπο της Δέσποινας Σαραφείδου. Επωμίζεται μόνη της το φορτίο των συνταρακτικών αυτών ιστοριών και των όχι λιγότερο συνταρακτικών ηρώων τους, επιδιδόμενη σε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση και την υπόδυση, στον έλεγχο και το χάσιμο.
Είναι ίσως αναγκαίο να θυμίσω πως αυτή η δουλειά, φτιαγμένη με ελάχιστα μέσα, χειροποίητα, φερμένη μπροστά στο κοινό από μία μόνο ηθοποιό, είναι μια δουλειά συνόλου, μια δουλειά συνάντησης παλιών και νέων συνεργατών, φίλων, αποτέλεσμα κοινής κατάθεσης, αγάπης: Σωτήρη, Δέσποινα, Ίριδα, Μαρία, Στέβη, Κυριακή, Ελιόνα, Γιώργο, Δημήτρη, Dennis, Ράνια, σας ευχαριστώ.
.