Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα ανάρτησε η ιστοσελίδα evros24 αναφορικά με το δάσος της Δαδιάς το παρόν και το μέλλον. Τι μπορεί και επιβάλλεται να γίνει ώστε να αναβιώσει κάποια χρονική στιγμή το δάσος.
Χορεύνοτας με τους γύπες στην καμένη Δαδιά
Κύκλος αιώνων
Για τον ίδιο, με την απώλεια των ζώων του έκλεισε ένας κύκλος αιώνων. Σβήστηκε η σαρακατσάνικη κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειάς του που ξεκινούσε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με βοσκοτόπια από τη Θράκη έως τον Δούναβη. «Σε αυτά τα μέρη εδώ, που εγκατασταθήκαμε μόνιμα από το 1923, είχαμε το πιο μεγάλο τσελιγκάτο με 16.000 ζώα. Αρχιτσέλιγκας ήταν ο προπάππους μου. Ο ένας μου γιος, κτηνίατρος στο επάγγελμα, συνέχιζε και αυτός τη δουλειά μας μόνο και μόνο για συναισθηματικούς λόγους. Τώρα, τι μας κρατάει όρθιους πια;». Ο κ. Πιστόλας έμαθε από τα γεννοφάσκια τη Δαδιά σαν την παλάμη του και παρακολούθησε μέρα με μέρα την εξέλιξή της μέχρι και φέτος το καλοκαίρι, οπότε το 57% του δάσους κάηκε. Ο κ. Μπαμπάκας, επίσης γέννημα θρέμμα της περιοχής, με μνήμες και βιώματα.
«Το δάσος είχε αρχίσει να αλλάζει από τη δεκαετία του 1960. Τότε άρχισαν να μειώνονται οι κτηνοτρόφοι. Τα ζώα τους βοσκούσαν στο δάσος. Εξαφανίστηκαν και οι υλοτόμοι. Σταδιακά, η Δαδιά άρχισε να γίνεται ζούγκλα».
Κάποια στιγμή, δύο Ολλανδοί οικολόγοι που ήξεραν τη Δαδιά προσπάθησαν να σταματήσουν το κακό. Ευαισθητοποίησαν την πολιτεία. Οντως, μετά λίγο καιρό, πάνω από 400.000 στρέμματα κηρύχθηκαν προστατευόμενη περιοχή. Αυτό δεν άρεσε στους κατοίκους, διότι είχαν μάθει να βγάζουν χρήματα, κόβοντας δένδρα. Κάποια χρόνια αργότερα, οι Μπαμπάκας και Πιστόλας έπιασαν δουλειά στο νεοσύστατο κέντρο ενημέρωσης για το δάσος. Τότε ξεκίνησε και η προσπάθεια της προσέλκυσης επισκεπτών, κυρίως για να δουν την καταπληκτική ορνιθοπανίδα της περιοχής. «Μας έδωσαν ένα λυόμενο, να αυτό εδώ πίσω», μου λένε και μου δείχνουν ένα οίκημα. «Εκεί αρχίσαμε να σερβίρουμε καφέ, να βάζουμε ένα σεντόνι και να προβάλλουμε σλάιντ με τα πουλιά. Με χρήματα που είχε τότε το ΥΠΕΧΩΔΕ, όπου υπαχθήκαμε, πήραμε ένα τζιπ, φτιάξαμε ένα παρατηρητήριο και μια ταΐστρα για τα όρνεα και τα αρπακτικά». Τη δεκαετία του 2000, άρχισαν να έρχονται πια μαζικά ομάδες μαθητών και τουριστών.
Μόνιμη αποικία
Μία από τις δουλειές που είχαν εξαρχής ο Πιστόλας και ο Μπαμπάκας ήταν να σιτίζουν μία φορά την εβδομάδα τους γύπες – δηλαδή, τα όρνεα, τους ασπροπάρηδες και τους μαυρόγυπες. Οι τελευταίοι έχουν μόνιμη αποικία στη Δαδιά. Μαζί με την Ισπανία είναι τα μόνα μέρη στην Ευρώπη όπου αναπαράγεται το είδος. «Ημασταν σε συνεννόηση με τους βοσκούς, που μας έδιναν νεκρά ζώα και με τα σφαγεία της Αλεξανδρούπολης για εντόσθια διότι είναι πτωματοφάγα», μου λένε. «Βάζαμε την “τροφή” μέσα στο τρέιλερ που κουβαλάγαμε με το τζιπ στην ταΐστρα, μια ειδική περιχαρακωμένη περιοχή 16 χιλιομέτρων. Σε λίγο καιρό, τα όρνεα είχαν μάθει είτε το αμάξι είτε ήξεραν τον ήχο από το τρέιλερ και μας ακολουθούσαν από τον ουρανό. Τρομερό θέαμα! Η αγωνία μας ήταν να μην κάνουμε τα πουλιά “δημόσιους υπαλλήλους” και ξεμάθουν να βρίσκουν μόνα το φαγητό τους. Ετσι, τα ταΐζαμε μία φορά τη βδομάδα. Tο γεύμα που τους παρείχαμε ήταν συμπληρωματικό, ποτέ το κύριο».
O Κώστας Πιστόλας, αριστερά, και ο Πέτρος Μπαμπάκας ξέρουν τη Δαδιά σαν την παλάμη τους. Εκείνοι σίτιζαν τους γύπες.
Και τώρα με την πυρκαγιά; Ο Πέτρος Μπαμπάκας τονίζει: «Θα τα ταΐζουμε αναγκαστικά πιο συχνά, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχασαν τα “σπίτια τους”. Τα όρνεα αυτά ζευγαρώνουν εδώ διότι είχαμε ανθεκτικά μεγάλα μαυροπεύκα που σήκωναν το βάρος της φωλιάς τους. Το σχέδιο είναι να μπουν στα καμένα πια δένδρα σιδερένιοι στύλοι με “πιάτα” και ύστερα εγώ θα αναλάβω να τα ντύσω με κλαδιά για να τα βρούνε έτοιμα τα 36 ζεύγη από μαυρόγυπες την επόμενη άνοιξη. Τότε πλέον θα ξέρουμε τι ζημιά έχει κάνει η φωτιά, στην πανίδα και στη χλωρίδα. Τότε θα φανεί και ποια δένδρα είναι ζωντανά, πόσα φίδια και χελώνες (η τροφή των αρπακτικών) έζησαν. Το καλό είναι, πάντως, ότι όταν έπιασε φωτιά στη Δαδιά η περίοδος φωλεοποίησης είχε τελειώσει και τα περισσότερα πουλιά σώθηκαν», συμπληρώνει ο άνθρωπος που έχει φροντίσει πολλούς νεοσσούς μαυρόγυπων που πέφτουν κατά καιρούς στο έδαφος μαζί με τις φωλιές τους λόγω του αέρα. «Μωράκια είναι και αυτά. Τα πιάνω προσεκτικά, κρατάω το κεφαλάκι τους να μην κρεμάσει, τα φτεράκια τους, τα ποδαράκια τους. Μετά φτιάχνω μια καινούργια φωλιά στο ίδιο δένδρο και τα βάζω μέσα για να έρθουν και οι γονείς».
«Εμείς δεν θα ξαναδούμε το δάσος. Ισως τα εγγόνια μας»
Προτού αποχαιρετήσω, ρωτώ τι θα πρέπει να γίνει για να αναγεννηθεί το δάσος. «Πρώτο βήμα είναι να δράσουμε γρήγορα και σωστά, έχοντας ένα σχέδιο για να προφυλάξουμε τα βασικά στοιχεία, όπως να αντιμετωπίσουμε εγκαίρως διαβρώσεις, εκεί όπου οι κλίσεις του εδάφους είναι μεγάλες, διότι οι πλημμύρες θα πάρουν το χώμα. Πλέον, χρειάζεται επαγγελματισμός και όχι ερασιτεχνισμός. Χρειάζεται, όμως, ριζικά διαφορετικός σχεδιασμός πολιτικής και μέτρων όπως και σχέδια διαχείρισης που θα γίνονται γι’ αυτό το δάσος, αλλά και το πιο σημαντικό, να γίνεται η πλήρης εφαρμογή τους. Διότι ακόμη και όταν ξαναδημιουργηθεί –εμείς δεν θα το προλάβουμε, ίσως τα παιδιά ή τα εγγόνια πια– θα ξαναγίνει ζούγκλα, θα ξανακαεί και τότε θα εξαφανιστεί πια για πάντα», τονίζει ο κ. Πιστόλας.
«Τα μεσογειακά οικοσυστήματα, όπως η Δαδιά, μπορούν να επιβιώσουν μόνον αν τα φροντίσουμε σωστά και έχουν πλάι τους οικισμούς ανθρώπων. Ο μόνος τρόπος ώστε να καταστήσουμε το δάσος μας βιώσιμο για το μέλλον είναι με την αναβίωση της εκτατικής κτηνοτροφίας και τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα στην περιοχή με κάθε τρόπο και μέσο. Πρέπει να αγοραστούν ζώα, να βρεθούν νέοι βοσκοί και υλοτόμοι. Πρέπει να επιτραπεί η βόσκηση ζώων στα καμένα που αυτοστιγμεί κηρύσσονται αναδασωτέα και απαγορεύεται διά νόμου με πέντε έως δέκα χρόνια να μπουν κοπάδια. Αυτό είναι έγκλημα! Παράλληλα, θα πρέπει ο Εβρος να κρατήσει τον πληθυσμό του, να μην έχει και άλλα νεκροχώρια. Από τότε που έγιναν “εργοστάσια” παραγωγής συνοριοφυλάκων και δημοσίων υπαλλήλων, όλα τα νέα παιδιά της ευρύτερης περιοχής ζουν πια στην Αλεξανδρούπολη και πηγαινοέρχονται στη μεθόριο για την εργασία τους. Μια πόλη-φούσκα, με πληθυσμό 100.000 κατοίκων, όταν η ύπαιθρος ερημώνει επικίνδυνα. Δεν υπάρχουν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ψυχή ζώσα».
Οι δύο φύλακες κατέληξαν με νόημα: «Η απόσταση μεταξύ Αθήνας και Εβρου δεν είναι γεωγραφική, αλλά ψυχική. Ποτέ δεν την έχουμε ξανανιώσει μεγαλύτερη. Η καρδιά της χώρας πλημμύρισε, αλλά μην ξεχάσετε τον ευάλωτο Βορρά της».