Bασίλης Τσιαμπούσης: Τα αξεπέραστα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου…

Βιβλία στο προσκέφαλο

 

 

Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.

Συγγενική κράση με τη Σχολή της Θεσσαλονίκης ο Δραμινός φιλοξενούμενος της στήλης μας ξετυλίγει, με γλαφυρό αυτοσαρκασμό, το νήμα της αφηγηματικής του εμπλοκής απ’ την αρχή, πώς, μ’ άλλα λόγια, διέτρεξε αφηγηματικές εποχές από την Πηνελόπη Δέλτα στη «Μάσκα», στον Καραγάτση, μέχρι τον Καζαντζή και τον Σφυρίδη.

Πεζογράφος της περιφέρειας ο Βασίλης Τσιαμπούσης, με διακριτό λογοτεχνικό πρόσωπο, εμπλουτίζει την πεζογραφία μας με κείμενα ανθρωποκεντρικά, όπου η συλλογική μνήμη και η κοινωνική κριτική πλαγίως αλλά δραστικά συνδιαμορφώνουν το αφηγηματικό τοπίο.

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Υστερα από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι –πέντε συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα η παραγωγή– οφείλω να ομολογήσω πως το να γίνω συγγραφέας δεν συμπεριλαμβανόταν στα παιδικά κι εφηβικά μου όνειρα ούτε ήταν αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης κλίσης μου στο γράψιμο.

Και βέβαια, από μικρό παιδί διάβαζα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά ο νους μου πιο πολύ ήταν να βγω στη γειτονιά, να παίξω με τους φίλους μου ποδόσφαιρο ή να πειράξουμε τα κορίτσια στο παρκάκι.

Ο πατέρας μου και η μάνα μου, πάντως, μ’ ενθάρρυναν ν’ αγοράζω βιβλία, αρκεί να ήταν ηθικοπλαστικά, ιστορικά μυθιστορήματα, θρησκευτικού περιεχομένου, να ταίριαζαν δηλαδή με τον συντηρητισμό τους.

Ετσι, πρωτοδιάβασα όλα της Πηνελόπης Δέλτα, κάποια του Φράνσις Φιν και του Τοθ Τιχάμερ, τον Γεροστάθη του Λέοντος Μελά, αλλά και τα αριστουργήματα του Ιουλίου Βερν, τον Τομ Σόγιερ, τον Ολιβερ Τουίστ, την Καλύβα του Μπαρμπα–Θωμά, τους Τρεις Σωματοφύλακες και, περισσότερες από μια φορά, τους Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκό και την Υπόθεση Ντρέιφους του Ζολά.

Στη μικρή μας βιβλιοθήκη υπήρχαν και κάποια «ξεκάρφωτα» τομίδια του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού, που τότε δεν τα έδινα μεγάλη σημασία, το συναρπαστικό Η οικογένεια του ήλιου του Μ. Ιβανόφσκι, Η Ελληνική Μυθολογία του Γιώργου Γεραλή, Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και τέλος Η Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση, τελείως αταίριαστο με τα υπόλοιπα.

Αυτά ήταν σε γενικές γραμμές τα παιδικά και νεανικά μου διαβάσματα και, αν προσθέσουμε τα τεύχη της Μάσκας και του Μυστηρίου που τ’ αγοράζαμε κρυφά, ενίοτε και μεταχειρισμένα, δεν διέφεραν από των άλλων παιδιών ούτε αποτέλεσαν τον σπόρο για να προσπαθήσω αργότερα να γράψω λογοτεχνία.

Ως φοιτητής, αρχές της δεκαετίας του ’70, ξόδεψα χιλιάδες ώρες χαρτοπαίζοντας σε καφενεία και παρακολουθώντας φανατικά κινηματογράφο και ποδόσφαιρο. Κι όταν αργά το βράδυ γύριζα στο σπίτι, το έριχνα στη μελέτη βιβλίων πολιτικού και οικονομικού περιεχομένου που τότε ήταν μπεστ σέλερ.

Τολμώ, μάλιστα, να πω ότι έφτασα να κατανοώ με ευχέρεια τις οικονομικές θεωρίες και να ερμηνεύω, με τις απαραίτητες απλοποιήσεις και όπως πολιτικά με βόλευε, όλα τα τρέχοντα οικονομικά φαινόμενα. Μεταξύ άλλων, το βιβλίο που με είχε συνεπάρει ήταν η Οικονομική του Σάμουελσον. Και μου άρεσε, γιατί μελετώντας την έβρισκε διέξοδο και η έφεσή μου στα Μαθηματικά.

Η αγάπη μου για τη λογοτεχνία φούντωσε στα χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας. Στις ατέλειωτες ώρες υπηρεσίας, της λούφας και της μοναξιάς, αλλά και στα «κλιμάκια των έργων» μακριά από το τάγμα, στα οποία μας έστελναν όσους υπηρετούσαμε στο Μηχανικό, χρειαζόμουν την παρηγοριά ενός βιβλίου.

Τι διάβαζα στον στρατό; Από βιβλία ποιότητας μέχρι σαβούρες. Από Κνουτ Χάμσουν, Χεμινγουέι, Ντοστογιέφσκι… μέχρι την Εμμανουέλα και τη Μαντάμ Ο.

Αρχές της δεκαετίας του ’80, στη διάρκεια μιας τετράμηνης μετεκπαίδευσης που μ’ έστειλαν να κάνω στη Θεσσαλονίκη –είχα στο μεταξύ διοριστεί στο Δημόσιο–, μην έχοντας τα πρωινά με τι ν’ ασχοληθώ, γιατί τα μαθήματα γίνονταν τ’ απογεύματα, άρχισα να τριγυρίζω στα κεντρικά βιβλιοπωλεία και να χώνομαι στα υπόγεια του Ραγιά και του Μπαρμπουνάκη. Τότε ανακάλυψα και πρωτοδιάβασα τους συγγραφείς της Διαγωνίου, αλλά και κάποιους που δημοσίευαν σε άλλα περιοδικά της πόλης, π.χ. στη Νέα Πορεία του Αλαβέρα.

Εκείνη η συμπτωματική «επαφή» γέννησε στο μυαλό μου μια θρασύτατη σκέψη: ότι τάχα θα μπορούσα να γράψω κι εγώ κείμενα του ίδιου στιλ με την υπέροχη Μυθολογία του Νίκου Μπακόλα, την Παρέλαση του Τόλη Καζαντζή, τη Νεκρή Πιάτσα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, τα αξεπέραστα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου…

Αισθάνθηκα, πώς να το πω, μια συγγένεια με αυτούς τους συγγραφείς, παρ’ όλο που μέχρι τότε δεν είχα γράψει σχεδόν τίποτε και ούτε γνώριζα κανέναν τους προσωπικά. Και ήταν τόσο δυνατή «η φόλα που κατάπια», ώστε κάποια πρωινά τριγύριζα στην πόλη για να εντοπίσω τους τόπους, τις γωνιές, τις πολυκατοικίες, ακόμα και τα παραβαρδάρια δρομάκια και τους κινηματογράφους που αναφέρονταν στα διηγήματά τους.

Στα επόμενα χρόνια διάβασα αρκετά βιβλία, πάντα για ευχαρίστηση και σε ελάχιστες περιπτώσεις ως μαθητεία στη γραφή. Μέχρι και σήμερα όμως, ακόμα κι όταν έχω στα χέρια μου υπέροχα κείμενα, η συγκίνησή μου δεν μπορεί να συγκριθεί με την τρέλα και τον ενθουσιασμό που ένιωθα, καθώς διάβαζα τα διηγήματα των συγγραφέων της «σχολής της Θεσσαλονίκης».

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη σύμπτωση που σχετίζεται με τους σπουδαίους εκείνους συγγραφείς: Οταν έγραψα τα δικά μου διηγήματα, οι πρώτες θετικές κριτικές ήρθαν από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Τόλη Καζαντζή και τον Περικλή Σφυρίδη. Και τότε σκέφτηκα πως η αόριστη συγγένεια που κάποτε αισθάνθηκα γι’ αυτούς, είχε επιβεβαιωθεί με τον καλύτερο τρόπο, εκ του αποτελέσματος.

Τελευταίο βιβλίο του Β. Τσιαμπούση είναι το μυθιστόρημα «Η γαλάζια αγελάδα» (Μεταίχμιο, 2013).

Πηγή: efsyn.gr